-
1 μαίνομαι
μαίνομαι (ΜΑΩ, verwandt mit μαιμάω), fut. μανήσομαι u. μανοῦμαι, Her. 1, 109, perf. mit Präsensbdtg μέμηνα, perf. pass. μεμάνημαι, Theocr. 10, 31, aor. ἐμάνην, μανείς, – rasen, wüthen; Il. meist vom grimmigen Wüthen u. Kämpfen eines Gottes od. Helden in der Schlacht, von Ares, 5, 717. 831, ὅτε μαίνεται Ἕκτωρ, 21, 5 u. öfter, vgl. Ἕκτωρ δὲ μέγα σϑένεϊ βλεμεαίνων μαίνεται ἐκπάγλως, 9, 238, vom Diomedes, 5, 185, u. in demselben Sinne πῆ μέματον; τί σφῶϊν ἐνὶ φρεσὶ μαίνεται ἦτορ 8, 413; übertr. auch καὶ ἐμὸν δόρυ μαίνεται ἐν παλάμῃσιν, 8, 111, vgl. 16, 75; ἤ οἱ τότε χεῖρες ἄαπτοι μαίνονται, 16, 245; 15, 606 ist μαίνετο δ' ὡς ὅτ' Ἄρης – ἢ ὀλοὁν πῠρ οὔρεσι μαίνηται verbunden, wie das Feuer in den Bergen wüthet; vom heftigen Zorn, ἀλλὰ πατὴρ οὑμὸς (Zeus) φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαϑῇσιν, 8, 360; vom weinberauschten Dionysus, 6, 132; vgl. Od. 18, 406. 21, 298, wo es von Weintrunkenen, Weintollen gesagt ist; μαινομέναις φρασίν, rasend, Pind. P. 2, 26; μαινόμενος ἐπιπνεῖ Ἄρης, Aesch. Spt. 325; φρήν, κραδία, 466. 763; auch μαίνεται γόοισι φρήν, 950, im Herzen ras't der Schmerz; u. vom Wahnsinn, κλύω σ' ἐγὼ μεμηνότ' οὐ σμικρὰν νόσον, Prom. 979; μεμηνότ' ἄνδρα, μανείς, Soph. Ai. 81. 813; von bacchischer Begeisterung, Ant. 1138; μαινομένᾳ ξὺν ὁρμᾷ βακχεύων ἐπέπνει, von rasender Kampfwuth, 135; auch von der Freude, μαίνεται δ' ὑφ' ἡδονῆς, El. 1142; übh. thöricht sein, Ant. 761 O. C. 1534; in ähnlichen Vbdgn auch Eur.; εἰ μὴ μαίνομαι, Ar. Nubb. 650 Thesm. 470. – Und in Prosa, ἐμάνη μεγάλως, Her. 3, 38, ἐλπίδι μαινομένῃ πέρσαντες Ἀϑήνας, in rasender, thörichter Hoffnung, 8, 77, auch ὑπὸ ϑεοῦ μαίνεται, verzückt, begeistert sein, 4, 79; καὶ παραπαίω, Plat. Conv. 173 e, καὶ ληρεῖν, Lys. 205 a; ὁ μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκώς Rep. IX, 573 c. Ggstz von σωφρονεῖν, Phaedr. 244 a; μαίνεσϑαι ὑπὸ ἐπιϑυμιῶν καὶ ἐρώτων, Rep. IX, 578 a, wie δι' ἔρωτα μανείς, aus Liebe rasend, Phaedr. 253 c; Oratt. u. Sp.; μέμηνεν ὑπὸ σοῦ, Luc. D. D. 12, 1; μεμηνότες ὑπὸ τοῦ ποτοῦ, ib. 18, 2; μαί. νεσϑαι ἐπί τινι, auf Etwas rasen, begierig sein, Eur. Phoen. 535; Alexis Ath. XIII, 587 b; auch εἴς τι, D. Sic. 14, 109. – Οἶνος μαινόμενος, wilder, brausender Wein, Plat. Legg. VI, 869 e. – Μανήσομαι, ein Ausruf des Unwillens, wie unser »es ist zum Tollwerden«. – Der aor. med. selten, μηνάμενος, Antiphil. 25 (IX, 35). – Das act., rasend machen, ist selten, u. im praes. erst bei Sp. (für ἐκμαίνω), der aor. schon bei Eur., σ' ἔμηνε ϑεοῠ τις βλάβη, Ion 520; οὐδ' ὡς φαρμάκοις ἑτέρα τὸν ἄνδρ' ἔμηνεν, Ar. Thesm. 561; ἔμηνε ταῦτα τὸν Ἀγησίλαον, Xen. Hell. 3, 4, 8; aber bei Bion. 1, 62 ist dieser aor. intrans.
-
2 παρα-παίω
παρα-παίω (s. παίω), daneben falsch schlagen, χέλυν, Aesch. fr. 318 bei Ath. XIV, 632 c; gew. intr. ausschlagen, ausgleiten, übertr. abirren, abschweifen von Etwas, τινός, z. B. τῆς ἀληϑείας, Pol. 3, 21, 9. 17, 14, 11, τοῦ δέοντος, καϑήκοντος, 4, 31, 2. 30, 6, 3. – Daher παραπαίειν φρενῶν, von Verstande kommen, verrückt werden, auch ohne den Zusatz, Aesch. Prom. 1058 Ar. Pax 90; καὶ ληρεῖν, Plut. 508; καὶ μαίνομαι, Plat. Conv. 173 e; Sp.; τῆς ἀληϑείας καὶ ἀγνοεῖν, Pol. 12, 9, 1; παραπεπαικώς dem παραφρονῶν entsprechend, Plut. sol. an. 5.
-
3 μάντις
μάντις, εως, ion. ιος, ὁ, 1) der W ahr sag er, Prophet; μάντιν ἐρείομεν Il. 1, 62, öfter; μάντι κακῶν, Unglücksprophet, 1, 106; zu den δημιοεργοί gerechnet, neben ἰητήρ u. τέκτων, Od. 17, 384; Pind., der auch μάντις ἀνήρ vrbdt, I. 5, 49, u. es als fem. braucht, μάντιν κόραν, P. 11, 33; ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ, Aesch. Spt. 24, u. öfter in diesem Stücke von Amphiaraus. Apollon selbst, Ag. 1175, wie Ch. 552; auch μάντις ὁὐξ ὀνειράτων φόβος, 916, wie τάχ' ἂν γένοιτο μάντις ἡ 'ννοία τινί, Spt. 402; Soph. oft, μάντις οὐδεὶς τῶν καϑεστώτων βροτοῖς, Ant. 1145, vgl. οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων, Ai. 1398; er braucht es auch adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ, frg. 116; fem. ist es Eur. Med. 234 Hipp. 346; auch γνώμη ἀρίστη μάντις, Mel. 763. – Auch in Prosa, Her., der οἱ μάντιες, τοὺς μάντιας sagt; καὶ χρησμολόγοι, Thuc. 8, 1; Plat. öfter, αἰνιγματωδέστερον ὡς μάντις λέγει Charm. 164 e, καὶ ἱερεῖς Legg. X, 885 d, καὶ ἐξηγηταί IX, 871 d, καὶ χρησμῳδοί Ion 534 e; er leitet es gewiß richtig von μαίνομαι ab, Tim. 72 b, denn der Seher weissagt von Gott begeistert, verzückt; auch bei Xen. bes. die aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagen, vgl. An. 1, 7, 18. 4, 3, 18; Sp., ἀγυρτικός Plut. Lyc. 9. – 2) ἡ μ., eine Heuschrecken- od. Cicadenart, sonst καλαμαία, Theocr. 10, 18. – Auch der grüne Garten- od. Laubfrosch heißt so, als der Wetterprophet, Hesych. – Bei Nic. Ath. IX, 370 a eine Art Kohl.
-
4 κάρτα
κάρτα (vgl. κάρτος), stark, sehr, bes. ion. u. poet.; δοκοῦντας εἶναι κάρτα πρευμενεῖς μοι Aesch. Ag. 814; μολόντα δ' αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῖ λεώς Eum. 15; δεῖ κάρτα ϑύειν Suppl. 445; vgl. ἦ κάρτα unter ἦ; καὶ κάρτα, bejahend, allerdings, ja wohl; κάρτα μαίνομαι Soph. Tr. 446; κάρτ' ἂν εὐτυχεῖν δοκῶ Ai. 257; εἰ καὶ μακρὰ κάρτ' ἐστίν Tr. 1208; κάρτα προςχωρεῖν πόλει Eur. Med. 222; ἥδομαι Her. 1, 27; ϑεραπεύειν, im Ggstz von μετρίως, 3, 80. 6, 125; καὶ τὸ κάρτα, im höchsten Grade, 6, 52. 8, 27 u. Hippocr. Seltener bei den Komikern, wie Ar. Ach. 518 Av. 342, u. in attischer Prosa; Plat. nur Tim. 25 d als v. l., πηλοῦ κάρτα βαϑέος für die vulg. καταβραχέος. Von Sp. Luc. calumn. 3 Plut. de superst. 10.
См. также в других словарях:
μαίνομαι — βλ. πίν. 46 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek
Catullus 85 — is a poem by the Roman poet Catullus for his mistress Lesbia. Its declaration of conflicting feelings I hate and I love (in Latin, Odi et amo) is renowned for its force and brevity. The meter of the poem is the elegiac couplet. Contents 1 Text 2… … Wikipedia
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
συφιλομανής — και συφιλιδομανής, ές, Ν αυτός που πάσχει από συφιλομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη / σύφιλις, ίλιδος + μανής (< μαίνομαι*), πρβλ. ναρκομανής] … Dictionary of Greek
υπερθύω — και ὑπερθυίω Α (για κρασί) αφρίζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θύω (ΙΙ) «τρέχω ορμητικά, μαίνομαι, βράζω, επιθυμώ»] … Dictionary of Greek
θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek